- φιλοπολύγελως
- φῐλοπολύγελως [pron. full] [ῠ], ωτος, ὁ, ἡ,A loving much laughter: poet.
φιλοπουλύγελως AP5.242
(Maced.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοπουλύγελως AP5.242
(Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοπολύγελως — και φιλοπουλύγελως, έλωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει το γέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πολύγελως «αυτός που γελά πολύ»] … Dictionary of Greek
φιλοπουλύγελως — έλωτος, ὁ, ἡ, Α βλ. φιλοπολύγελως … Dictionary of Greek